ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ: Μια σημαντική αιτία πόνου σε ασθενείς 50 ετών
Η ρευματική πολυμυαλγία είναι μια χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή περιαρθρικών δομών στους ώμους και τη λεκάνη, με έντονο πόνο και δυσκαμψία στις περιοχές αυτές.
Αφορά σχεδόν αποκλειστικά σε ανθρώπους ηλικίας άνω των 50 ετών, με μέση ηλικία έναρξης τα 73 έτη. Η συχνότητά της αυξάνει με την ηλικία. Στις χώρες της Μεσογείου η επίπτωσή της υπολογίζεται σε 13-19 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού >50 ετών ετησίως. Μπορεί να προσβάλει και τα δύο φύλα.
Ο ακριβής αιτιολογικός μηχανισμός που οδηγεί στην εκδήλωση της νόσου είναι άγνωστος. Εικάζεται συνύπαρξη γενετικής προδιάθεσης και μη ταυτοποιημένων περιβαλλοντικών παραγόντων. Έχουν μελετηθεί λοιμώδεις παράγοντες ( π.χ. βακτήρια, ιοί), χωρίς τα αποδεικτικά στοιχεία για ενοχοποίησή τους να είναι επαρκή.
Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί μόνη της ή να συνυπάρχει με κροταφική αρτηριίτιδα, μια φλεγμονώδη αγειίτιδα που μπορεί να προκαλέσει σημαντικές βλάβες, με σοβαρότερη την τύφλωση. 40%- 60% των ασθενών με κροταφική αρτηριίτιδα έχουν ρευματική πολυμυαλγία τη στιγμή της διάγνωσης.
Η κύρια κλινική εκδήλωση της ρευματικής πολυμυαλγίας είναι ο πόνος συμμετρικά στους ώμους, τη λεκάνη και τους μυς του τραχήλου. Ο πόνος μπορεί να αντανακλά στους αγκώνες ή στα γόνατα. Συνοδό σημαντικό σύμπτωμα είναι η πρωινή δυσκαμψία που διαρκεί πάνω από 30 λεπτά. Σε ποσοστό ως 50% συνυπάρχουν συστηματικά συμπτώματα, όπως ανορεξία, απώλεια σωματικού βάρους, κακουχία, δεκατική πυρετική κίνηση, ενώ μπορεί κάποιοι ασθενείς να εμφανίσουν αρθρίτιδα ή τενοντοελυτρίτιδα άκρων χειρών.
Ειδική εξέταση που να αρκεί για την τεκμηρίωση της νόσου δεν υπάρχει. Η διάγνωση τίθεται από το ατομικό αναμνηστικό και την κλινική εικόνα, ενώ βοηθητική είναι η αύξηση των δεικτών φλεγμονής ( ΤΚΕ, CRP). Χρειάζεται ωστόσο ιδιαίτερη προσοχή στη διάγνωση, καθώς μια πλειάδα άλλων νοσημάτων μπορεί να παρουσιαστεί με παρόμοια εικόνα, όπως ρευματολογικά νοσήματα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, αξονική σπονδυλαρθρίτιδα), μη φλεγμονώδεις νόσοι του μυοσκελετικού (π.χ. εκφυλιστική αρθροπάθεια, βλάβες στροφικού πετάλου), ενδοκρινοπάθειες, λοιμώξεις ή και κακοήθειες. Τα τελευταία χρόνια η χρήση του μυοσκελετικού υπερήχου έχει συνδράμει σημαντικά στη διάγνωση της νόσου, τόσο, ώστε να περιλαμβάνεται στα διαγνωστικά κριτήρια που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Ρευματολογική Εταιρεία (EULAR).
Η θεραπεία της νόσου βασίζεται στη χορήγηση στεροειδών. Οι δόσεις κορτιζόνης που απαιτούνται είναι μικρές και η ανταπόκριση του ασθενούς στην αγωγή είναι άμεση και εντυπωσιακή. Ωστόσο, είναι εξόχως σημαντικό η χορηγούμενη δόση να μειώνεται βραδέως προς αποφυγήν υποτροπών, που είναι πολύ συχνές (θα εμφανίσει ως και 50 % των ασθενών). Η διάρκεια της θεραπείας μπορεί να υπερβεί το ένα έτος. Άλλες φαρμακευτικές αγωγές, όπως η μεθοτρεξάτη μπορούν να δοθούν συμπληρωματικά, ενώ ο ρόλος στη θεραπευτική μας φαρέτρα άλλων παραγόντων ( π.χ. αναστολέας του υποδοχέα IL-6), μένει να διακριβωθεί.
Τέλος, η επιβίωση των ασθενών με ρευματική πολυμυαλγία, εφόσον αυτή δε συμβαίνει στο πλαίσιο συνύπαρξης κροταφικής αρτηριίτιδας, δε φαίνεται να διαφέρει από του γενικού πληθυσμού.