ΠΡΩΙΜΗ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ: Η αξία της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης
Πρώιμης έναρξης αρθρίτιδα θεωρείται η φλεγμονή σε μία ή περισσότερες αρθρώσεις, αν η έναρξη των συμπτωμάτων ( άλγος, δυσκαμψία, οίδημα, θερμότητα, ερυθρότητα) χρονολογείται έως προ 12μήνου πριν τη διάγνωση.
Νοσήματα που περιλαμβάνονται στο κλινικό αυτό πρότυπο έναρξης είναι κυρίως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι κρυσταλλογενείς αρθρίτιδες (π.χ. ουρική), η οικογένεια των Σπονδυλαρθριτίδων ( περιφερική SpA, ψωριασική αρθρίτιδα, αντιδραστική αρθρίτιδα, εντεροπαθητική αρθρίτιδα) και οι λοιμώδεις αρθρίτιδες ( ιογενείς και βακτηριακές).
Η καθυστερημένη διάγνωση μίας φλεγμονώδους αρθρίτιδας μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμια. Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, λόγου χάρη, 70% των ασθενών θα εμφανίσει διαβρώσεις στα οστά στην 3ετία από την έναρξη της νόσου, ενώ, εφόσον δημιουργηθούν μόνιμες παραμορφώσεις, εκπίπτει δραστικά η λειτουργικότητα του ασθενούς.
Σημαντικές είναι και οι συννοσηρότητες για τους πάσχοντες. Τέτοιες είναι ο αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου λόγω της φλεγμονής, οι παρενέργειες από τις θεραπείες ( οστεοπόρωση, σακχαρώδης διαβήτης, ευπάθεια σε λοιμώξεις),αλλά και επιπτώσεις στην ψυχική σφαίρα. Συνολικά, οι ασθενείς αυτοί φαίνεται να έχουν μειωμένο προσδόκιμο επιβίωσης κατά 5-9 έτη σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.
Άξιο αναφοράς είναι και το κόστος για τους ίδιους τους ασθενείς, αλλά και για τα συστήματα υγείας, είτε πρόκειται για το άμεσο κόστος( νοσηλείες, θεραπείες, διαγνωστικές εξετάσεις) είτε για το έμμεσο ( αδυναμία εργασίας, απώλεια παραγωγικότητας) είτε για αυτό που ονομάζεται « άυλο» κόστος και αφορά στην απώλεια ποιότητας ζωής.
Η βιβλιογραφία τα τελευταία χρόνια έχει δείξει πως οι τρεις πρώτοι μήνες από την έναρξη των συμπτωμάτων αποτελούν ξεχωριστό θεραπευτικό παράθυρο. Φαρμακευτική παρέμβαση εντός αυτού του διαστήματος συνεπάγεται αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αρθρίτιδας ως προς το άλγος και το οίδημα, επιβράδυνση ή και αναστολή της ακτινολογικής επιδείνωσης ( λιγότερες μόνιμες παραμορφώσεις), ενώ αυξάνει και την πιθανότητα για ύφεση της νόσου.
Ωστόσο, στην κλινική πράξη ο μέσος χρόνος από την έναρξη των συμπτωμάτων ως την πρώτη εκτίμηση από ρευματολόγο υπερβαίνει τις 24 εβδομάδες, σύμφωνα με μελέτη από πολλά κέντρα της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Πανεπιστημιακή κλινική Ηρακλείου Κρήτης. Η δυστοκία αυτή οφείλεται είτε στη μη αναζήτηση ιατρικής βοήθειας από τον ασθενή έγκαιρα είτε στην καθυστερημένη παραπομπή από ιατρούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης στο ρευματολόγο.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό πως απαιτούνται εκστρατείες ενημέρωσης, τόσο προς τους ιατρούς, όσο και προς την κοινότητα, ώστε να βραχυνθεί ο χρόνος πρόσβασης του ρευματοπαθούς στον ειδικό ιατρό.
Σε περιοχές της Ευρώπης με εξειδικευμένα κέντρα πρώιμης αρθρίτιδας που μεθοδικά οργανώθηκε η ενημέρωση ιατρών και ασθενών( Leeds, Leiden, Λονδίνο, Γλασκώβη), βελτιώθηκαν εξόχως τα ποσοστά ύφεσης της νόσου και μάλιστα με μικρότερη αναλογικά χρήση βιολογικών παραγόντων.
Στη χώρα μας χρειάζεται να διανυθεί ακόμη απόσταση, ώστε να υπάρξουν απτά αποτελέσματα σε αυτό το πεδίο. Οι σύλλογοι ρευματοπαθών κινητοποιούνται εσχάτως όλο και πιο δραστικά. Είναι όμως χρέος και της ρευματολογικής κοινότητας να εμπλακεί πιο ενεργά, ώστε να καταστεί σύντομα ρεαλιστικός ο στόχος της έγκαιρης διάγνωσης και αντιμετώπισης της φλεγμονώδους αρθρίτιδας.